- φθινόκωλος
- φθῐνό-κωλος, ον,A with wasting limbs, Man.4.500.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθινόκωλος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός τού οποίου τα μέλη φθίνουν σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθιν τού ρ. φθίνω* + συνδετικό φωνήεν ο + κῶλον «μέλος» (πρβλ. μακρό κωλος)] … Dictionary of Greek
φθινοκώλους — φθινόκωλος with wasting limbs masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)